σωτρόπι

σωτρόπι
το, Ν
ναυτ. το εσωτρόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσωτρόπι(ον) (< έσω + τρόπις), με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εσωτρόπιο — και σωτρόπι, το ναυτ. η δεύτερη εσωτερική τρόπιδα (καρίνα) που τοποθετείται για ενίσχυση τής κανονικής, εσωτερικής τρόπιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + τρόπις. Πρόκειται για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. carlingue). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”